- ανακουφωτός
- -ή, -ό [ανακουφώνω]1. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή, που σχηματίζει κενό από κάτω ή αναμεταξύ2. (για το ψωμί) αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος, γειρτός4. ελαφρά κυρτός, ανασηκωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.